- χύτρος
- και ιων. τ. κύθρος, ὁ, Α1. πήλινο σκεύος, χύτρα2. στον πληθ. οἱ χύτροια) μεγάλες οπές στον βυθό τής λίμνης Κωπαΐδαςβ) λουτήρες όπου διοχετεύονταν τα νερά τών θερμών πηγών τού Καλλιδρόμου τών Θερμοπυλώνγ) (στην Αθήνα) γιορτή, με αγώνες, την τρίτη μέρα τών Ανθεστηρίων, αφιερωμένη στους νεκρούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω* + επίθημα -τρο-ς (βλ. και λ. -τρον), πρβλ. χύ-τρα].
Dictionary of Greek. 2013.